- χρηστούς
- χρηστόςusefulmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια … Dictionary of Greek
μισόχρηστος — μισόχρηστος, ον (Α) 1. αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόχρηστον μίσος κατά τών χρηστών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + χρηστός (πρβλ. φιλό χρηστος)] … Dictionary of Greek
συνεισηγούμαι — έομαι, Α [εἰσηγοῡμαι] εισηγούμαι, προτείνω κάτι μαζί με κάποιον άλλον («ὑποτιθέμενος καὶ συνεισηγούμενος... λόγους... χρηστούς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
τεγκτός — ή, ό / τεγκτός, ή, όν, ΝΑ [τέγγω] νεοελλ. μτφ. μαλακός, υποχωρητικός, ελαστικός αρχ. 1. αυτός που μαλακώνει όταν βραχεί 2. (κατά τον Ησύχ.) «τεγκτούς χρηστούς» … Dictionary of Greek
χρηστοφιλία — ἡ, Α [χρηστόφιλος] φιλία με χρηστούς ανθρώπους … Dictionary of Greek
χρηστόφιλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους 2. έμπιστος φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φίλος (< φίλος*), πρβλ. πονηρό φιλος] … Dictionary of Greek
Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… … Dictionary of Greek
ἀχρήστους — ἄχρηστος useless masc/fem acc pl ἀ̱χρήστους , ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)